- πηλαμυδεῖα
- πηλαμυδεῖονfishing-ground for tunniesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηλαμυδεία — ἡ, Α ψάρεμα παλαμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλαμύς, ύδος + κατάλ. εια (πρβλ. μαγγαν εία)] … Dictionary of Greek
πηλαμυδείας — πηλαμυδείᾱς , πηλαμυδεία tunny fishery fem acc pl πηλαμυδείᾱς , πηλαμυδεία tunny fishery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)